Ο Κώστας Γκιαούζος 1884 1957 υπήρξε κατά πολλούς το καλύτερο κλαρίνο της εποχής του στην Ελλάδα.Το κανονικό του όνομα ήταν Θεοφύλακτος Μουζάκης του Γεωργίου ή Ζούνης.
Λιποτάκτης από το στρατό και κυνηγημένος από τα αποσπάσματα, έστησε καρτέρι στη περιοχή Πλάτωνα της Ράχης στη Λευκάδα, στο πηγάδι της Αναστασίας, αδερφής του Θανάση Βέργου, την οποία σκότωσε επειδή αρνήθηκε να τον ακολουθήσει στο βουνό.
Η βιογραφία του όπως την έχει διηγηθεί ο ίδιος, ξεκινάει από δω και κάτω έχοντας αλλάξει το όνομα του πατρίδα και ημερομηνία γέννησης.
Στο Μαρτίνο λοιπόν της Βοιωτίας, που εγκαταστάθηκε μαθήτευσε κι αυτός στο διάσημο Τουρκαλβανό Σουλεημάνη και γρήγορα αναδείχτηκε δεδομένου ότι είχε κάποια βάση από το Νιοχώρι όπου ήταν γνωστότατος από τη φλογέρα που έπαιζε.
Το παίξιμο του Γκιαούζου, όπως αναφέρει κι Γιάννης Μητρόπουλος στο βιβλίο του "Οι μεγάλοι του Δημοτικού Τραγουδιού" (Αθήνα , περ. Πάλκο,1996 σ. 58)ούτε το είχε κι ούτε το έχει κανείς. Χρώμα και ύφος μοναδικό και ταχύτητα τρομερή. Υπήρξε ο μοναδικός κλαριτζής που γνώριζε τις εισαγωγές όλων των κλέφτικων τραγουδιών. Από αυτόν τις έμαθαν όλοι οι νεώτεροι.
Όταν άρχισε τη δισκογραφία έγινε γνωστός σε όλο τον Ελληνισμό, κυρίως μετά τη συνεργασία του με τον Γιώργο Παπασιδέρη. Μεγάλες επιτυχίες όπως τα «καινούρια λόγια μού’ρθανε», «παπάκι πάει στη ποταμιά», «τα νιάτα»,και πολλές άλλες σφραγίστηκαν με το δικό του παίξιμο.
Ειδικά τα νιάτα σε παίξιμο δικό του και τραγουδιστή το Γιώργο Παπασιδέρη θεωρούνται από πολλούς ως το καλύτερο τσάμικο που έχει ακουστεί.
Παρουσιάζει έναν άριστο συνδυασμό τρομερής ταχύτητας στο παίξιμο του κλαρίνου με μια φωνή όπως είναι του Παπασιδέρη γεμάτη χρώμα ταχύτητα και λεβεντιά.
Για λογαριασμό της παλιά τους αγάπης της Αναστασίας , έβγαλε τα τραγούδια «Ξύπνα καημένη Αναστασά». Επίσης και το τσάμικο "Η Κρυστάλλω" εικάζεται ότι το έβγαλε για την ίδια αλλά άλλαξε όνομα για να μη δώσει στόχο.
Τα νέα του τα διηγούνταν συχνά σε χωριανούς του που τον επισκέπτονταν στο κέντρο Έλατος της Αθήνας ή σε πανηγύρια της Ρούμελης και της Πελοποννήσου και από αυτούς μάθαινε τα νέα της οικογένειας του στο χωριό, που ποτέ δεν την ξανάδε.