Γυρίζει νυχθημερόν και της πίνει γουλιά- γουλιά των μαστών της τους χυμούς
ο αργοπόδαρος και αχόρταγος πορνόγερος ο Χρόνος.
Τη φέρνει η Αδράνεια αλυσοδεμένη με αόρατα δεσμά:
Την ήδιστη ρέμβη, τους αστόχαστους μόχθους και κυρίως τις άστοχες σκέψεις.
Ναρκωμένη και διαθέσιμη, έτοιμη να αφεθεί στις φροντίδες, γλυκές θωπείες των φιλήδονων μαστών της, καθώς με μέλι πνίγεται το γάλα.
Χάδια δηλητηριασμένα,από βδέλλες φιλόδοξες κενόδοξες κι εφήμερες, όλες μαζί στ’ αχόρταγο στόμα του ρουφηχτή του χάους, ποτέ δε νήστεψαν.
Στη χείριστη παρέα της παραδομένη η πολυπόθητη, δοσμένη στο πιο ηδονικό χαμό, μαζί με των αγέννητων της των παιδιών το μέλλον.
Τη φέρνει και ξέπνοη τη πουλάει η καλλονή Αδράνεια άθελα της, η πανέμορφη απερίσκεπτη κλέφτρα, γυναίκα άστοργου αδερφού.
Κάθε που τάχα για να τη φροντίσει, από τα υπόγεια τραβώντας τη επίμονα, του δόλιου άντρα της τη παίρνει, του Φόβου και της κόρης τους Ζήλιας .
Τα έχει πάμπολλα ο αεικίνητος γέρος, για να ξεγελά τις αφελείς ξελογιασμένες Αδράνειες με στολίδια, πρόσκαιρα δηλητηριασμένα με λήθη.
Ο Φόβος ο ίδιος ο αδερφός της και η ανιψιά της την έχουν κυρά και δέσμια δούλα και την εκμεταλλεύονται ανόσια οι άστοργοι συγγενείς.
Τη κρατούν μακριά από τα ουράνια της, στέλνοντας τα υπόγεια να σκουπίζει με τα ίδια τα φτερά της σκόνες και βρόμες, θυσίες και οικονομία προφασιζόμενοι.
Να είναι έτσι όλα καθώς πρέπει! όλα καθαρά και στη σειρά, ν’
αυξάνει το βιος που θα τους θρέφει τώρα και όταν δε θα μπορούν.
Μα πως να ξεφύγει που τσαλακώνει τα φτερά της τα φτιαγμένα για τα αιθέρια;
Κι όταν φθαρούν θα μπορεί με τα φτερά της να πετά;
Καμιά τροφή δε θα τα θρέφει, κι αν τύχει να τη λευτερώσουν, να πάει στο καλό της, δε θα ξαναμπορέσουν να την σηκώσουν στα ουράνια.
Τη δένουν με το φιλότιμο της και ζωσμένη μαύρη απελπισία, έχουν διαγράψει τη πορεία της βαριά να μείνει αιώνια στις σκόνες.
Ξάφνου ψυχωμένη αναλαμπή στο νου, ο γέρικος κορμός του νου των προγόνων έχει ρίζες βαθιές, χυμούς πολλούς και θρεπτικούς κυρίως ανατρεπτικούς.
Να κλωτσήσει με τα πόδια, να σκάψει, να θάψει τις σκόνες και τις βρώμες,
όχι να σκουπίζει και να καθαρίζει με τα φτερά των αιθέρων ύβρη διαπράττοντας.
Να δυναμώνει με την άσκηση σιγά-σιγά τα ουράνια της στηρίγματα, πατώντας στα βρώμικα χώματα πάνω με θάρρος με μένος με όσο μένει σθένος.
Σίγουρα μπορεί τη λευτεριά να πάρει από την ύπουλη Αδράνεια, το ρουφηχτή το Χρόνο, και με βία να παραμερίσει στην έξοδο της το Φόβο και τη Ζήλια.
Το σούρουπο, όπως κάθε μέρα, απ’ τη καταπακτή αν είναι όλα εντάξει όπως τα θέλουν θα πάνε για να δούνε, θα τους ξεφύγει με τα δυνατά της πια φτερά.
Πετώντας τους στην άκρη γκρεμίζοντας τους με ένα ξαφνικό αποφασιστικό ελπιδοφόρο φτερούγισμα προς τα έξω προς τα αλλού, προς τα πάνω.
Ακριβώς τη στιγμή που ανοίγουν τη πόρτα της καταπακτής, έτσι και πρωτοδεί το τελευταίο φως των αιθέρων της μέρας να χάνεται από πάνω της.
Χωρίς εξήγηση να φύγει, καθώς έρχονται να τους δείξει τα καταστροφικά νοικοκυρέματα, αφήνοντας τα όπως τα βρήκε βρώμικα και σκονισμένα.
Αχ Ζωή πετάμε για τα, ποιος μπορεί να φανταστεί υψιπετή ή μη, λεύτερα παιδιά που γλύτωσαν τόσων κακών και ίσως δουν το παραπέρα!